Κλείσιμο

Συντακτική Ομάδα Kidsproject.gr

17 Mar, 2021

Τι είναι η ΔΕΠΥ και σε τι διαφέρει από τη ζωηράδα;

Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ), γνωστή ως Attention Deficit Hyperactivity Disorder (ADHD), είναι μία από τις συχνότερες νευροβιολογικές διαταραχές της παιδικής ηλικίας. Ο ακριβής, όμως, αριθμός των παιδιών που την εμφανίζουν είναι δύσκολο να υπολογιστεί.

Συχνά, παιδιά που δεν έχουν τη διαταραχή μπορεί να εμφανίσουν κάποια μεμονωμένα χαρακτηριστικά της, ως μέρος της φυσιολογικής τους ανάπτυξης.

Επιπλέον, η ΔΕΠΥ ταξινομείται σε τρεις υποκατηγορίες:

  1. ΔΕΠΥ, Συνδυασμένος Τύπος,
  2. ΔΕΠΥ, με προεξάρχοντα τον Απρόσεκτο Τύπο και
  3. ΔΕΠΥ με προεξάρχοντα τον Υπερκινητικό-Παρορμητικό Τύπο.

Επομένως, η κλινική εικόνα των ατόμων με ΔΕΠΥ είναι πολύπλοκη και ανομοιογενής, καθώς παιδιά που βρίσκονται με την ίδια διάγνωση μπορεί να εμφανίζουν διαφορετικά συμπτώματα και να έχουν διαφορετική εικόνα.

Έτσι, λοιπόν, διάφορες εκτιμήσεις υπάρχουν για τη συχνότητα της ΔΕΠΥ, που εμφανίζεται, μάλιστα, διαφορετική από χώρα σε χώρα. Υπολογίζεται ότι κυμαίνεται στο 3-7% των παιδιών, με συχνότερη εμφάνιση στα αγόρια.

Ποια είναι η αιτιολογία της ΔΕΠΥ

Παρόλο που έχει μελετηθεί αρκετά η ΔΕΠΥ, δεν έχει βρεθεί μία ακριβής αιτιολογία. Αναφέρονται γενετικοί παράγοντες (αυξημένη κληρονομικότητα), περιβαλλοντικοί παράγοντες (κάπνισμα και αλκοόλ κατά την κύηση) και νευροβιολογικοί παράγοντες (ο εγκέφαλος των παιδιών με ΔΕΠΥ παρουσιάζει διαφορές από εκείνον των συνομηλίκων τους στη δομή, στον μεταβολισμό και στη λειτουργία συγκεκριμένων περιοχών).

Δεν υπάρχουν μελέτες που να υποστηρίζουν την άποψη ότι η ΔΕΠΥ είναι αποτέλεσμα κακής γονεϊκής μέριμνας ή δυσμενούς οικογενειακού περιβάλλοντος.

Εντούτοις, κάποια χαρακτηριστικά της γονεϊκής μέριμνας, πράγματι, επιδεινώνουν τη ΔΕΠΥ, και αυξάνουν τον κίνδυνο συνοδών διαταραχών. Αντίθετα, θετικές παρεμβάσεις των γονιών είναι πιθανό να βοηθήσουν το παιδί, και να βελτιώσουν, σημαντικά, τη συμπεριφορά του.

Τα συμπτώματα

Ελλειμματική Προσοχή (απροσεξία):

Συχνά τα παιδιά με ΔΕΠΥ δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν και να διατηρήσουν την προσοχή τουςς, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια δραστηριοτήτων που απαιτούν πνευματική προσπάθεια και δε διεγείρουν το ενδιαφέρον τους (μπορούν, όμως, να συγκεντρωθούν καλύτερα, όταν η δραστηριότητα τούς ενδιαφέρει).

Η προσοχή τους αποσπάται εύκολα, είτε από εξωτερικά ερεθίσματα (ένας θόρυβος, κάποιος που μπαίνει στο δωμάτιο) είτε από εσωτερικές σκέψεις.

Δυσκολεύονται να ακολουθήσουν οδηγίες, δυσκολεύονται να οργανώσουν τις εργασίες τους, ξεχνάνε ή χάνουν, επανειλημμένα, τα προσωπικά τους αντικείμενα.

Χάνουν γρήγορα το ενδιαφέρον τους και μπορεί να εναλλάσσουν δραστηριότητες συχνά, ή απογοητεύονται εύκολα και παρατάνε την προσπάθεια.

Οι παραπάνω δυσκολίες επηρεάζουν άμεσα τη μάθηση και σχετίζονται με αυξημένη συχνότητα μαθησιακών δυσκολιών στα παιδιά με ΔΕΠΥ, αλλά επηρεάζουν και τη λειτουργικότητά τους σε καθημερινές δραστηριότητες.

Υπερκινητικότητα:

Δείχνουν αδυναμία να ρυθμίσουν το επίπεδο της κινητικότητάς τους, ανάλογα με τις κοινωνικές περιστάσεις ή τη δραστηριότητα που εκτελούν. Έτσι, μπορεί να τρέχουν, να σκαρφαλώνουν, να πηδάνε σε χώρους όπου η συμπεριφορά αυτή θεωρείται ακατάλληλη, να κουνούν νευρικά τα άκρα τους, να φλυαρούν ακατάπαυστα, να σηκώνονται συχνά από τη θέση τους, και, πολλές φορές, δείχνουν να αγνοούν τον κίνδυνο, και, έτσι, οδηγούνται σε μικροατυχήματα, συχνότερα από τα άλλα παιδιά.

Παρορμητικότητα:

Έχουν μειωμένο αυτοέλεγχο, με αποτέλεσμα να μιλούν και να ενεργούν προτού σκεφτούν, δυσκολεύονται να περιμένουν τη σειρά τους, διακόπτουν τον συνομιλητή τους ή απαντούν πριν ολοκληρωθεί η ερώτηση, και απαιτούν άμεση ικανοποίηση των επιθυμιών τους.

Εκτός από τα βασικά αυτά τρία συμπτώματα, τα παιδιά με ΔΕΠΥ πολύ συχνά (65-70% των περιπτώσεων) αντιμετωπίζουν και δευτερογενείς δυσκολίες:

  • διαταραχές λόγου και ομιλίας,
  • δυσκολία συντονισμού των κινήσεων,
  • μαθησιακές δυσκολίες,
  • διαταραχές στον ύπνο,
  • χαμηλή αυτοεκτίμηση,
  • άγχος,
  • διαταραχές της διαγωγής και
  • προβλήματα συμπεριφοράς.

Για τη διάγνωση της ΔΕΠΥ δεν αρκεί ένα μόνο σύμπτωμα, αλλά πλήθος συμπτωμάτων που παραμένουν για, τουλάχιστον, 6 μήνες, εκδηλώνονται πριν την ηλικία των 12 ετών και επηρεάζουν την κοινωνικότητα και τη λειτουργικότητα του παιδιού σε όλους τους τομείς (μάθηση, αυτοεξυπηρέτηση, παιχνίδι).

Η διάγνωση πρέπει να γίνεται μετά από εκτενή και πολύπλευρη εκτίμηση από εξειδικευμένο παιδίατρο ή παιδοψυχίατρο, με απαραίτητη τη συνεργασία και συλλογή πληροφοριών από τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς των παιδιών.

Ποιες είναι οι διαφορές μεταξύ ζωηρότητας και ΔΕΠΥ

Όλα τα παιδιά είναι, κάποιες φορές, απρόσεκτα και ζωηρά, καθώς τα υψηλά επίπεδα δραστηριότητας και τα σύντομα διαστήματα προσοχής είναι ένα φυσιολογικό κομμάτι της παιδικής ηλικίας για τα περισσότερα, ιδίως τα μικρά.

Στη ΔΕΠΥ, όμως, τα χαρακτηριστικά αυτά παρουσιάζονται με ακραίες μορφές, προκαλούν προβλήματα στο σπίτι και στο σχολείο, ταλαιπωρούν το παιδί από πολύ μικρή ηλικία και εμποδίζουν την καθημερινή του λειτουργικότητα.

Μία από τις βασικές διαφορές ανάμεσα σε ένα ζωηρό παιδί και σε ένα παιδί με ΔΕΠΥ είναι η ικανότητά του να ελέγχει την κινητική δραστηριότητα, ανάλογα με τις περιστάσεις.

Για παράδειγμα, ένα ζωηρό παιδί μπορεί να περιορίσει την κινητικότητά του μέσα στη σχολική τάξη, χωρίς να δυσκολευτεί ιδιαίτερα. Ένα παιδί με ΔΕΠΥ, όμως, δυσκολεύεται να μείνει ήσυχο και σε περιστάσεις που γνωρίζει ότι πρέπει. Ακόμα και αν τα καταφέρει, θα είναι για σύντομο χρονικό διάστημα και με πολύ κόπο, μπορεί να κουνά νευρικά τα άκρα του καθώς κάθεται ή να ιδρώνει και να δείχνει άβολα, και, έπειτα, να βρίσκεται σε υπερ-διέγερση.

Μία άλλη διαφορά είναι η ποιότητα της κινητικότητας των παιδιών με ΔΕΠΥ.

Σε ποσοστό 30% έως 60% τα παιδιά αυτά αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην αδρή και στη λεπτή κινητικότητα, με αποτέλεσμα να πέφτουν ή να κάνουν ζημιές, να δυσκολεύονται σε δραστηριότητες, όπως το ποδήλατο, το κούμπωμα κουμπιών, το δέσιμο κορδονιών, η χρήση ψαλιδιού, η ζωγραφική κ.ά.

Επίσης, ένα βασικό συνοδό πρόβλημα των παιδιών με ΔΕΠΥ είναι η δυσκολία στον λόγο και στην ομιλία.

Συχνά, εμφανίζουν καθυστέρηση στην ανάπτυξη λόγου και, ίσως, παρουσιάσουν προβλήματα στον φωνολογικό και συντακτικό τομέα. Ανάλογες δυσκολίες δεν εντοπίζονται, συνήθως, σε ζωηρά παιδιά.

Τα παιδιά με ΔΕΠΥ εμφανίζουν διαταραχές του ύπνου, σε μεγαλύτερη συχνότητα απ’ ό,τι τα ζωηρά παιδιά, όπως μικρή διάρκεια ύπνου, έντονες κινήσεις κατά τον ύπνο, άπνοιες.

Τέλος, τα παιδιά με ΔΕΠΥ είναι πιο συχνά ευερέθιστα και ευέξαπτα από τα ζωηρά παιδιά.

Η αδυναμία τους να ανταποκριθούν στις πολλές απαιτήσεις του περιβάλλοντος, και οι συνεχείς παρατηρήσεις που δέχονται, πυροδοτούν εκρήξεις θυμού ή επιθετικής συμπεριφοράς πιο συχνές σε σχέση με τα συνομήλικα ζωηρά παιδιά.

Οι γονείς και οι παιδαγωγοί μικρών παιδιών συχνά δυσκολεύονται να διακρίνουν πότε η συμπεριφορά ενός παιδιού αποκλίνει από την προσδοκώμενη για την ηλικία του, και πότε είναι φυσιολογική.

Κατά την προσχολική ηλικία, η αυξημένη κινητική δραστηριότητα, η παρορμητική συμπεριφορά και η περιορισμένη διάρκεια συγκέντρωσης θεωρούνται φυσιολογικά αναπτυξιακά χαρακτηριστικά. Επομένως, στην υποψία ύπαρξης ΔΕΠΥ οι γονείς οφείλουν να το συζητήσουν με τους παιδαγωγούς, και να αναζητήσουν εκτίμηση από εξειδικευμένο παιδίατρο ή παιδοψυχίατρο.

Βιβλιογραφία:
Αλεξάνδρου,Σ (2009) Διάσπαση προσοχή – μύθοι και πραγματικότητες, Εργοθεραπεία (επίσημο περιοδικό του Συλλόγου Ελλήνων Εργοθεραπευτών) τεύχος 39.
Κάκουρος,Ε. & Μανιαδάκη,Κ (2012) Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής – Υπερκινητικότητα, θεωρητικές προσεγγίσεις & θεραπευτική αντιμετώπιση, Gutenberg.
Κούρτη,Ε. (2007) Διαταραχές Ελλειμματικής Προσοχής – Υπερκινητικότητα, μέρος Α΄, Εργοθεραπεία (επίσημο περιοδικό του Συλλόγου Ελλήνων Εργοθεραπευτών) τεύχος 30.
American Psychiatric Association (2013) Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders, Fifth Edition

Πηγή: missormadam.gr