Σεξουαλική κακοποίηση παιδιού και εφήβου
Τι είναι Σεξουαλική κακοποίηση παιδιού και εφήβου
Ο ορισμός του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για τη σεξουαλική κακοποίηση παιδιού και εφήβου αφορά τη συμμετοχή του παιδιού σε σεξουαλική δραστηριότητα ενώ απουσιάζει η ενσυνείδητη κατανόηση της πράξης και η συναίνεση σε αυτή. Η συμμετοχή ή η έκθεση παιδιών και εφήβων σε πράξεις με σεξουαλικό περιεχόμενο, οι οποίες υποκινούνται από ενήλικα που έχει σχέση φροντίδας ή οικειότητας με το παιδί και έχουν ως στόχο τη σεξουαλική διέγερση ή/ και ικανοποίηση του ενήλικα θεωρείται σεξουαλική κακοποίηση.
Οι συνέπειες της σεξουαλικής κακοποίησης μπορεί να είναι άμεσες και βραχυπρόθεσμες αλλά κάποιες είναι μακροπρόθεσμες για την ψυχική υγεία των θυμάτων. Ειδικά όμως για την παιδική ηλικία συσχετίζεται με ένα μεγάλο φάσμα ψυχολογικών επιπτώσεων που δύναται να μεταβιβάζονται και στην υπόλοιπη ζωή του ατόμου και προκαλώντας έκπτωση σε όλα τα επίπεδα της ζωής του.
Είναι σύνηθες για να απουσιάζουν οι ενδείξεις για μεγάλο χρονικό διάστημα και σχετίζεται άμεσα με το αναπτυξιακό στάδιο του παιδιού. Στην προσχολική ηλικία το νήπιο εκδηλώνει άγχος, διαταραχές του ύπνου και εφιάλτες, αφύσικη για την ηλίκία σεξουαλική συμπεριφορά. Στην σχολική ηλικία παρατηρείται φόβος, επιθετικότητα, εφιάλτες, μαθησιακές δυσκολίες, υπερκινητικότητα, ηλικιακή παλινδρόμηση, εγκόπριση, καταναγκαστικές συμπεριφορές ενώ στην εφηβεία θλίψη και απόσυρση, επιθετικότητα προς τον εαυτό, διατροφικές διαταραχές και παραβατική συμπεριφορά.
Το μετατραυματικό στρες είναι πολύ σύνηθες, καθώς και η πτώση της αυτοεκτίμησης και της αυτοαντίληψης. Το θύμα, καθώς διαμορφώνει μια αρνητική εικόνα για τον εαυτό και ενώ παράλληλα διακατέχεται από συναισθήματα ενοχής και αυτοαπαξίωσης, τοποθετεί τον εαυτό του πάνω στο δίπολο θύμα θύτης και αποκτά συχνά δυσπιστία και θυμό, ακόμα και στους φροντιστές του καθώς αντιλαμβάνεται ότι το περιβάλλον του δεν κατάφερε να το προστατεύσει, ειδικά αν το πρόσωπο που κακοποίησε είναι μέσα στο στενό οικογενειακό περιβάλλον (ίσως και μέσα στην οικογένεια- ενδοοικογενειακή- όταν αναφερόμαστε σε αιμομιξία). Σε αυτή την περίπτωση ενδοοικογενειακής σεξουαλικής κακόποιησης, δράστης μπορεί να είναι ενας γονέας ή και κάποιο μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας ή φίλος του παιδιού ή του αδελφού/ής του.
Είναι ιδιαίτερα δύσκολο να αποκαλυφθεί ο θύτης όταν ζει ή κινείται κοντά στο παιδί, αναπτύσσοντας έτσι μια σχέση αγάπης-φόβου μαζί του, καταφέρνοντας να εξασφαλίσει τη μυστικότητα της ταυτότητας του εκφοβίζοντας το παιδί. Το μεγαλύτερο ποσοστό ενηλίκων που κακοποιεί σεξουαλικά είναι άντρες και, όπως είπαμε, συχνά πρόκειται για άτομα που είναι οικεία στο παιδί. Τα θύματα είναι κυρίως κορίτσια, με αναλογία 5 κορίτσια προς 2 αγόρια, όπως αναδεινύει η έρευνα. Να αναφέρω εδώ ότι τα ποσοστά των κακοποιημένων παιδιών προκύπτουν τις περισσότερες φορές από μεταγενέστερη αναφορά που κάνει το θύμα, και πολλά από τα παιδιά που κακοποιήθηκαν ουδέ ποτέ αποκαλύφθηκαν, καθώς το ταμπού και η μεταγενέστερη έκθεση προκαλούν επανατραυματισμό, φόβο και ντροπή και κατεπέκταση αποφυγή της έκθεσης.
Το ψυχολογικό προφίλ του θύτη
Υπάρχει ετερογένεια ως προς τα κοινωνικά και δημογραφικά στοιχεία των δραστών. Μπορεί να ανήκει σε όποια δήποτε επαγγελματική και κοινωνική ομάδα.
Αλλά για ποιο λόγο κάποιος να κακοποιήσει σεξουαλικά ένα παιδί;
Σε αυτό το ερώτημα η προεξέχουσα απάντηση είναι η σεξουαλική διαστροφή, ενώ αρκετά επικρατούσες οι επιθυμία του δράστη για σεξουαλική ευχαρίστηση και η επιβολή ισχύος στο θύμα. Ο θύτης πιθανά να εκδηλώνει αποφυγή σεξουαλικών σχέσεων με συνομηλίκους και βάσει κάποιων ερευνών καταγράφεται ιστορικό παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης των ίδιων των δραστών. Ιστορικό σωματικής κακοποίησης, συναισθηματικής και ηθικής παραμέλησης, όπως και υποκατάστασης της γονικής φροντίδας στην παιδική ηλικία είναι σύνηθες φαινόμενο. Αλλά και ακόμα και σε αυτή την περίπτωση δεν δικαιολογείται η οργάνωση της προσωπικότητας γύρω από την συγκεκριμένη επιθυμία να συνευρεθεί σεξουαλικά με ένα παιδί ή να εκθέσει ένα παιδί σε ανάλογες συμπεριφορές. Να διευκρινιστεί εδώ ότι δεν αποτελεί τον κανόνα το θύμα να γίνεται θύτης, κυρίως αν υπάρξει έγκαιρη παρέμβαση και εξυγίανση στο περιβάλλον που εξελίσσεται η κακοποίηση.
Τα παιδιά που κακοποιούνται δυσκολεύονται να μιλήσουν, καθώς στην αρχή δεν κατανοούν ότι πρόκειται για κάτι απαγορευτικό ή ανάρμοστο, ενώ ο θύτης κερδίζει χρόνο αναπτύσσοντας εμπιστοσύνη με το περιβάλλον του παιδιού όπως και με το ίδιο το παιδί. Σε άλλες περιπτώσεις, ο δράστης απειλεί τον ανήλικο ότι θα κάνει κακό στον ίδιο ή τα αγαπημένα του πρόσωπα. Το παιδί μπορεί να απωθήσει ψυχικά την εμπειρία και αυτή να αναδυθεί πολλά χρόνια αργότερα με κάποια αφορμή (trigger) χωρίς απαραιτήτως να το συζητήσει.
Πώς αντιλαμβάνεται κάποιος την σεξουαλική κακοποίηση;
Είναι πολύ δύσκολο καθώς τα ευρήματα πολύ συχνά περιορίζονται στη σφαίρα της υπόθεσης. Παρόλα αυτά, κάποιες σωματικές ενδείξεις όπως τραυματισμοί στη γεννητική περιοχή ή το στήθος, συμπτώματα και σημεία της γεννητικής περιοχής (π.χ. έκκριση βλεννών ή σκισμένα και λερωμένα εσώρουχα) καλό θα ήταν να γίνονται αντιληπτά ως ύποπτα στοιχεία, αλλά όχι επιστημονικές ενδείξεις γι' αυτό καλό θα ήταν να υπάρχει πάντα η συνεργασία με κάποιο ειδικό επιστήμονα και κάποια αρμόδια υπηρεσία, αλλιώς υπάρχει κίνδυνος για αυθαίρετα συμπεράσματα.
Είναι καλό να διαβεβαιώνουμε το παιδί αν αποφασίσει να μιλήσει ότι τις πληροφορίες που θα δώσει θα τις διαχειριστούν οι ενήλικες που θα μιλήσει με δικριτικότητα, προσπαθώντας να επανορθώσουν αυτό που κάποιοι άλλοι σημαντικοί ενήλικες αθέτησαν, την εμπιστοσύνη και την ασφάλεια. Τα παιδιά θύματα όταν θα δοκιμάσουν να ανοιχτούν και εφόσον παρατηρήσουν τις αντιδράσεις, τότε θα ανοιχθούν περισσότερο. Ο βαθμός ασφάλειας που θα νοιώσουν θα δράσει σαν δίχτυ προστασίας στην ήδη τραυματισμένη και εύθραυστη ψυχοσυνθεσή τους. Λέξεις που επανατραυματίζουν και τρομάζουν είναι «βιασμός», «αιμομιξία» ή «κακοποίηση». Αφήνουμε το θύμα να εκφραστεί σε οποιοδήποτε συναίσθημά του και δεν αμφισβητούμε αυτά που αναφέρε ούτε κάνουμε εικασίες για το πως πρέπει να νοιώθει και του δείχουμε αξιοπρέπεια και σεβασμό.
Αντί επιλόγου.. Η οποιαδήποτε παραβίαση του δικαιώματος ενός παιδιού να ζήσει την παιδική του ηλικία απρόσκοπτα, είναι ποινικό αδίκημα. Η πρόληψη και ενημέρωση από τους κατάλληλους επαγγελματίες είναι η καλύτερη επιλογή καθώς θα αποτραπούν υπερβολικές συναισθηματικές αντιδράσεις που μπορούν μόνο βλάβη να προκαλέσουν.
Η συνεργασία του σχολείου και της οικογένειας είναι προϋπόθεση και ο θεσμικός ρόλος της πολιτείας απαραίτητος για να πλαισιώσει με ασφάλεια το αύριο των παιδιών μας ώστε να γίνουν υγιείς ενήλικες χωρίς τραύματα και εμπειρίες σε έναν πολιτισμένο και ασφαλή κόσμο.
Παρακολουθείστε επίσης τη live συζήτησή μας:
Για περισσότερες πληροφορίες για την Ψυχολόγο - Συστημική Οικογενειακή Θεραπεύτρια κ. Δέσποινα Δριβάκου κάντε κλικ στην εικόνα: