Κλείσιμο

Κωνσταντοπούλου Μαρία

5 Dec, 2020

Όταν η μητέρα εργάζεται και ο πατέρας είναι άνεργος

Στην περίοδο της οικονομικής κρίσης που διανύουμε, οι οικογενειακές συνθήκες έχουν αλλάξει δραματικά και σε αρκετές περιπτώσεις βλέπουμε οι γυναίκες να εργάζονται και οι άντρες να είναι άνεργοι ή το αντίστροφο. Σε αυτό το άρθρο, θα εξετάσουμε την πρώτη περίπτωση, όπου ο άντρας έχει χάσει τη δουλειά που εργαζόταν, είτε λόγω απόλυσης από την εργασία του είτε λόγω κλεισίματος της επιχείρησής του, ενώ η γυναίκα συνεχίζει να εργάζεται ή ξεκίνησε αυτό το διάστημα, όπου ο άντρας δεν μπορεί πλέον να συντηρήσει την οικογένεια.

Κατ’ αρχήν, θα πρέπει να εξετάσουμε την ψυχολογική και συναισθηματική κατάσταση των γονέων, οι οποίοι λόγω των οικονομικών συγκυριών έρχονται αντιμέτωποι με πολλές δυσκολίες και προκλήσεις για να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στην καθημερινότητα και να είναι επαρκείς τόσο ως σύζυγοι όσο και ως γονείς.

Συγκεκριμένα, σε ό,τι αφορά στους άντρες, είναι γεγονός ότι τους είναι εξαιρετικά δύσκολο και επώδυνο να έρχονται σε θέση που να μην μπορούν να συντηρήσουν την οικογένειά τους. Ακόμη και στις περιπτώσεις που η σύζυγος δούλευε εξ’αρχής, όπως είναι και το σύνηθες στις μέρες μας που η γυναίκα έχει έτσι κι αλλιώς τη θέση της στην αγορά εργασίας, το γεγονός ότι ο άντρας μένει άνεργος ή κλείνει την επιχείρησή του είναι από μόνο του ένα μεγάλο ναρκισσιστικό πλήγμα στην αυτοεκτίμησή του και στην αίσθηση του εαυτού του και της ταυτότητάς του ως άντρα. Αυτό συμβαίνει γιατί παραδοσιακά ο ρόλος του άντρα έχει συνδεθεί με την ιδιότητά του ως του βασικού προσώπου που φροντίζει για την επιβίωση της οικογένειας. Παρόλο που αυτό έχει σχεδόν εκλείψει αφού και οι γυναίκες τα τελευταία χρόνια μοιράζονταν τα έξοδα του σπιτιού και αναλάμβαναν εξίσου τις οικονομικές ευθύνες, οι άντρες έτσι κι αλλιώς αυτό-προσδιορίζονταν και μέσα από τον ρόλο τους ως «αυτοί που συντηρούν το σπίτι ή πληρώνουν τα περισσότερα έξοδα», ακόμη και εάν αυτό δεν ίσχυε στην πραγματικότητα και οι γυναίκες τους συνέβαλαν εξίσου. Το βασικό ζήτημα εδώ είναι η αίσθηση που έχουν οι ίδιοι για τον εαυτό τους και αυτή ακριβώς η αίσθηση είναι που κλονίζεται όταν χάνουν την εργασία τους ή κλείνουν την επιχείρησή τους.

Έτσι, οι άντρες σε αυτές τις περιπτώσεις ίσως καταλήξουν να αισθάνονται ανεπαρκείς, αποτυχημένοι, άχρηστοι, ανίκανοι και ανήμποροι να βοηθήσουν την οικογένειά τους ακόμη και με τα πλέον απαραίτητα, ενώ υπάρχει η πιθανότητα να εμφανίσουν καταθλιπτικά συναισθήματα. Επιπλέον, βιώνουν έντονα συναισθήματα ενοχής, ακόμη και ντροπής γι’ αυτή τους την αδυναμία, τα οποία μπορεί να εκφράζουν είτε με θυμό και επιθετικότητα προς τη σύζυγο ή προς το παιδί, είτε με μία στάση απόσυρσης – παραίτησης, με την έννοια ότι αρχίζουν να απομονώνονται ή να αποσύρονται από πολλές δραστηριότητες που εμπλέκονταν στο παρελθόν. Αυτά τα συναισθήματα έρχεται πολλές φορές να επιβεβαιώσει ή και να ενισχύσει και η σύζυγος ή ακόμη και το παιδί, είτε λεκτικά είτε μη λεκτικά. Το αποτέλεσμα είναι να αυξάνεται ακόμη περισσότερο η αίσθηση της αποτυχίας, της ανικανότητας και της ανημπόριας, στον βαθμό μάλιστα που μεσολαβούν και άλλοι παράγοντες, όπως π.χ. η αρνητική στάση της συζύγου, η οποία με τη σειρά της έχει τις δικές της δυσκολίες να διαχειριστεί την όλη κατάσταση που προκύπτει, οικονομική αλλά κυρίως οικογενειακή.

Ακόμη και στις περιπτώσεις που ο σύζυγος διαθέτει κάποια οικονομική άνεση ώστε να συμβάλλει στις ανάγκες του σπιτιού παρόλο που δεν εργάζεται, το γεγονός ότι είναι άνεργος συμβάλλει αρνητικά στην ψυχολογική του κατάσταση και κατ’ επέκταση στη σχέση του με τη σύζυγο και με το παιδί ή τα παιδιά. Στην περίπτωση αυτή, παρόλο που ο άντρας είναι σε θέση να συντηρήσει την οικογένειά του οικονομικά, είναι πιθανό να αισθάνεται εξίσου ανίκανος, αδύναμος, άχρηστος, από τη στιγμή που δεν πηγαίνει στη δουλειά του. Αυτό συμβαίνει διότι η εργασία δεν είναι απλώς μία οικονομική παράμετρος που βοηθά στην επιβίωση, αλλά περιλαμβάνει πολλούς ακόμη τομείς για το άτομο, όπως της εξέλιξης, της αυτοεκτίμησης, της παραγωγικότητας, της ανάπτυξης, της χρησιμότητας, της ενεργητικότητας και της δημιουργικότητας, οι οποίοι συνυπάρχουν και είναι εξίσου σημαντικοί με την οικονομική ασφάλεια. Έτσι, ο άντρας που διαθέτει την οικονομική δυνατότητα να ανταπεξέλθει στις οικονομικές απαιτήσεις της οικογένειας, αλλά έχει χάσει την κύρια απασχόλησή του είναι εξίσου επιρρεπής σε αρνητικά συναισθήματα.

Από την άλλη μεριά, η γυναίκα που είναι το μόνο μέλος που εργάζεται σε μία οικογένεια έχει να αντιμετωπίσει τα δικά της αρνητικά συναισθήματα: κατ’ αρχήν, αισθάνεται ότι έχουν πέσει όλα τα βάρη του σπιτιού επάνω της και κατά συνέπεια και η συνολική ευθύνη για τη συντήρηση της οικογένειας. Με δεδομένο αυτό, διανύει μία περίοδο έντονου στρες η οποία επηρεάζει πρώτα από όλα την ίδια: αισθάνεται ότι πρέπει διαρκώς να αγωνίζεται, να εργάζεται σκληρά τόσο στην εργασία της όσο και στο σπίτι για να είναι επαρκής ως σύζυγος και ως μητέρα. Παράλληλα, τα έντονα συναισθήματα άγχους μπορεί να εκδηλώνονται με μορφή επιθετικότητας ή θυμού προς τον σύζυγο, στο πρόσωπο του οποίου είναι πιθανό ότι η γυναίκα αυτή επιρρίπτει τις ευθύνες για την κατάστασή της, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα.

Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και όταν η σύζυγος δεν θεωρεί άμεσα υπεύθυνο τον σύζυγο για την οικογενειακή και οικονομική κατάσταση που βρίσκονται, παρόλ’ αυτά, η ένταση, ο θυμός και ο εκνευρισμός της θα έχουν τον ίδιο σαν στόχο. Έτσι, η γυναίκα σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να αισθάνεται καταπιεσμένη και υπερβολικά στρεσσαρισμένη, προσπαθώντας να τα καταφέρει, ενώ είναι πιθανό να εμφανίσει και συναισθήματα κατάθλιψης (δηλ. αδιαφορίας για πράγματα που την ευχαριστούσαν στο παρελθόν, παραμέληση του εαυτού της, διαταραχές στον ύπνο και στη διατροφή, να μην αντλεί ευχαρίστηση από την σχέση με τον σύζυγο ή το παιδί της, μειωμένη διάθεση και όρεξη κ.ά.).    

Όπως είναι φυσικό, τα παραπάνω θέματα που προκύπτουν μέσα στην οικογένεια, όταν η μητέρα εργάζεται και ο πατέρας είναι άνεργος, επηρεάζουν άμεσα και το παιδί ή τα παιδιά: από μόνο του το γεγονός ότι υπάρχουν οικονομικά προβλήματα στο σπίτι μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά το παιδί, εάν οι γονείς δεν μιλήσουν με το παιδί τους και δεν του εξηγήσουν λεπτομερώς την κατάσταση. Η φαντασία των παιδιών πολλές φορές πλάθει διάφορα σενάρια για το τι μπορεί να συμβαίνει και είναι σαφώς προτιμότερο οι γονείς να εξηγήσουν στο παιδί ότι διανύουν ναι μεν μια δύσκολη περίοδο, αλλά που θα προσπαθήσουν και θα την ξεπεράσουν όλοι μαζί ενωμένοι, παρά να αφήνουν το παιδί να φαντάζεται ότι «είναι φτωχοί, δεν τους φτάνουν τα λεφτά, δεν μπορούν να πληρώσουν τους λογαριασμούς» γιατί το παιδί θα πολλαπλασιάσει στο μυαλό του τους ενδεχόμενους κινδύνους, ειδικά εάν αντιλαμβάνεται την αλλαγή στη συναισθηματική κατάσταση των γονέων του. Σε κάθε περίπτωση, τα παιδιά χρειάζονται τους γονείς τους να είναι κοντά τους και να τα αγαπούν και αυτό είναι που τα ενδιαφέρει πάνω από όλα και γι’ αυτό δεν πρέπει να ξεχνάμε να τους το υπενθυμίζουμε, ανεξάρτητα από τις όποιες δυσκολίες και τις όποιες συνθήκες καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε.

Έτσι, λοιπόν, για να μπορούν οι γονείς να ανταπεξέλθουν στην όλη κατάσταση που τους βασανίζει και τους ταλαιπωρεί όταν η μητέρα εξακολουθεί να εργάζεται και ο πατέρας είναι άνεργος, καλό είναι να έχουν υπ’όψιν τους τις παρακάτω συμβουλές:

  • Η μητέρα θα πρέπει να επεξεργαστεί τα συναισθήματά της και να αναγνωρίσει ποια στρέφονται πραγματικά προς τον άνεργο σύζυγο και ποια όχι: δηλ. θα πρέπει να είναι σε θέση να διαχωρίσει την αρνητική στάση της απέναντι στον σύζυγο και απέναντι στην κατάσταση.
  • Στην περίπτωση που ο σύζυγος εμπλέκεται σε άλλου είδους δραστηριότητες και αντισταθμίζει με αυτόν τον τρόπο την ανεπάρκεια που προκύπτει από την ανεργία (π.χ. στις περιπτώσεις που ο σύζυγος αναζητά διαρκώς εργασία ή έχει αναλάβει τη φροντίδα ή τη μετακίνηση των παιδιών ή την συνολική λειτουργία του σπιτιού ώστε να διευκολύνει τη σύζυγο) η σύζυγος οφείλει να του το αναγνωρίσει και να παραδεχτεί ότι παρόλο που δεν εργάζεται για να συντηρεί την οικογένεια, είναι εξίσου «χρήσιμος» και συμμετέχει το ίδιο στις οικογενειακές υποχρεώσεις.
  • Στην περίπτωση όμως που ο σύζυγος δείχνει να έχει παραιτηθεί από τις όποιες προσπάθειες και τη συμμετοχή του στις οικογενειακές ανάγκες, η σύζυγος οφείλει να τον φέρει αντιμέτωπο με τη στάση του, τις ευθύνες, τη συμπεριφορά του. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι δικαιολογείται η επιθετικότητα ή ο θυμός της μητέρας, αλλά οπωσδήποτε θα πρέπει να γίνει διάλογος ώστε να συζητήσουν από κοινού τα συναισθήματά τους και τους τρόπους που σκέφτονται για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση. Συνήθως, το πρόβλημα που προκύπτει δεν είναι τόσο το οικονομικό, όσο το γεγονός ότι οι δύο σύζυγοι αποξενώνονται γιατί αισθάνονται ότι δεν βρίσκουν κατανόηση, ότι δεν ακούγονται και ο καθένας από τη μεριά του θεωρεί ότι έχει δίκιο. Σε αυτές τις περιπτώσεις το καλύτερο είναι να επεξεργαστούν ξεχωριστά ο καθένας τα συναισθήματά τους, πώς αισθάνονται, γιατί αισθάνονται έτσι, τι νομίζουν ότι φταίει και τι νομίζουν ότι μπορεί να τους βοηθήσει, ώστε στη συνέχεια να έρθουν πιο κοντά ο ένας στον άλλον, μέσω της συζήτησης και της επικοινωνίας.
  • Αλλά και ο σύζυγος, από τη μεριά του, θα πρέπει να αναρωτηθεί σχετικά με τα συναισθήματά του και την ψυχολογική του κατάσταση, τι είναι αυτό που τον ενοχλεί και που τον θυμώνει και βέβαια τι μπορεί να κάνει κάτι γι’ αυτό: σε κάθε περίπτωση υπάρχουν δυνατότητες και επιλογές, ακόμη και όταν η κατάσταση φαίνεται αδιέξοδη. Για παράδειγμα, αν ο σύζυγος δεν αισθάνεται καλά που είναι άνεργος και απομονώνεται, μπορεί να βρει άλλου είδους δημιουργικές ασχολίες μέσα από τις οποίες μπορεί να αισθανθεί και πάλι σημαντικός και αναντικατάστατος, π.χ. μπορεί να βοηθήσει το παιδί του στο διάβασμα ή στις εξωσχολικές δραστηριότητες, κάτι που βελτιώνει και τη σχέση με το παιδί του αλλά τονώνει και την αυτοπεποίθησή του ως άντρα ως προς τον ρόλο του ως πατέρα.

Όπως γίνεται φανερό από τα παραπάνω, αν και είναι εξαιρετικά δύσκολο για τα δύο φύλα να συνυπάρξουν αρμονικά υπό τις παραπάνω πιεστικές συνθήκες, είναι αναγκαίο να μιλούν μεταξύ τους, να επικοινωνούν αυτά που αισθάνονται και να αναρωτιούνται τους λόγους για τους οποίους αισθάνονται έτσι, προκειμένου να βρεθούν λύσεις για την όσο το δυνατόν καλύτερη συμβίωση εντός του οικογενειακού περιβάλλοντος. Λόγω των πραγματικά δύσκολων συνθηκών, πολλές φορές οι άνθρωποι αντιδρούν διαφορετικά από ό,τι θα ήθελαν ή χωρίς να έχουν σκεφτεί προηγουμένως τον τρόπο που εκδηλώνουν τα συναισθήματά τους.

Η συζήτηση και ο διάλογος, αφού έχουν επεξεργαστεί τα προσωπικά τους συναισθήματα, είναι ένας τρόπος για να κρατηθούν οι ισορροπίες μεταξύ τους, αλλά και ακόμη περισσότερο όταν εμπλέκονται και παιδιά, τα οποία πολλές φορές δεν συνειδητοποιούμε πόσο επηρεάζονται από τη σχέση των γονέων τους και από την όλη οικογενειακή ατμόσφαιρα. Ειδικά για τα παιδιά, τίποτα δεν είναι αυτονόητο ή δεδομένο: πάντα θα πρέπει να τους εξηγούμε με απλό και κατανοητό τρόπο τι ακριβώς συμβαίνει και πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί, καθώς και ότι παρόλα τα προβλήματα, οι γονείς εξακολουθούν να τα αγαπούν και δεν έχουν αποσύρει το ενδιαφέρον τους και την αγάπη τους, κάτι που πρέπει να τους το υπενθυμίζουμε αρκετά συχνά, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσιμες όπως αυτή που διανύουμε.

📌 Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την Ψυχολόγο – Σύμβουλο – Ψυχοθεραπεύτρια κ. Μαρία Κωνσταντοπούλου θα βρείτε εδώ