Κλείσιμο

Κωνσταντοπούλου Μαρία

31 Jan, 2021

Οικογένεια: Γέννηση δεύτερου παιδιού - Σχέσεις μεταξύ αδελφών

Στις μέρες μας η οικογένεια τείνει να παίρνει διάφορες μορφές, με αποτέλεσμα να υπάρχουν συχνά οικογένειες που δεν έχουν την τυπική πυρηνική μορφή, όπου οι δύο γονείς παντρεύονται και στη συνέχεια κάνουν παιδιά. Παρόλ’ αυτά, εδώ θα ασχοληθούμε συγκεκριμένα με την περίπτωση της πυρηνικής οικογένειας, όπου υπάρχει ήδη ένα παιδί και σε αυτήν έρχεται να προστεθεί ένα νέο μέλος, δηλ. ένα δεύτερο παιδί.

Συχνά, οι γονείς επειδή είναι ήδη ενήμεροι για την πορεία, την εξέλιξη και την ανατροφή ενός παιδιού, αφού έχουν ήδη αποκτήσει ένα παιδί, εμφανίζουν κατ’ αρχήν λιγότερο άγχος οι ίδιοι σε σχέση με την έλευση του νέου παιδιού. Γνωρίζουν πλέον τι θα τους συμβεί. Έτσι, πολλά από τα έντονα συναισθήματα άγχους, έντασης, προσμονής, ανασφάλειας, χαράς, ενθουσιασμού, τείνουν να εκφράζονται σε έναν μικρότερο βαθμό, τουλάχιστον ως προς την βασική βιολογική και σωματική ανάπτυξη του παιδιού η οποία μοιάζει πλέον γνώριμη και μπορεί να τους βοηθήσει να παραμείνουν πιο ήρεμοι σε σχέση με τον ερχομό του πρώτου παιδιού.

Ταυτόχρονα, όμως, για πολλούς λόγους, όπως π.χ. ότι οι ίδιοι οι γονείς βρίσκονται σε διαφορετική ψυχολογική κατάσταση από την πρώτη εγκυμοσύνη ή όπως ότι το φύλο του παιδιού είναι διαφορετικό αλλά και για λόγους που σχετίζονται με την πρότερη εμπειρία τους με το πρώτο παιδί (η οποία είναι ως επί το πλείστον ευχάριστη για τους περισσότερους γονείς, αλλά μπορεί να τους έχει προκαλέσει και διάφορα προβλήματα μέσα στην οικογένεια, είτε λόγω των συνθηκών που αλλάζουν ριζικά είτε λόγω του ότι δεν ήταν αρκετά προετοιμασμένοι για το τι περίμεναν ότι θα γίνει, σε γενικές γραμμές ίσως βίωσαν αρκετό άγχος κατά την έλευση του πρώτου παιδιού σε κάποιες περιπτώσεις) είναι πιθανό ότι οι γονείς αισθάνονται διαφορετικά συναισθήματα από αυτά που αισθάνονταν κατά την έλευση του πρώτου παιδιού.

Όποια και από τις δύο παραπάνω περιπτώσεις και να ισχύει, είναι γεγονός ότι η στάση και τα συναισθήματα των γονέων απέναντι στο νέο μέλος της οικογένειας είναι καθοριστικά για το ίδιο το νεογέννητο, αλλά εξίσου σημαντικά είναι και για το πρώτο παιδί της οικογένειας. Στις περισσότερες περιπτώσεις, το πρώτο παιδί αντιδρά με θυμό, ανταγωνισμό, ζήλεια στον ερχομό του νέου παιδιού. Τα συναισθήματα αυτά το παιδί τα εκφράζει με πολλούς τρόπους, π.χ. μπορεί να γίνει ξαφνικά «άτακτο» ή δύστροπο, με σκοπό να τραβήξει την προσοχή που έχασε και πάλι στο πρόσωπό του, ή να εμφανίσει άλλα συμπτώματα που δείχνουν ανησυχία, άγχος όπως διαταραχές διατροφής π.χ. να αρνείται να φάει ή αλλαγές στον τρόπο που αλληλεπιδρά με άλλους ενηλίκους ή συνομηλίκους, π.χ. να φωνάζει υπερβολικά ή να γίνει υπερκινητικό ή ακόμα και χειριστικό προς τους άλλους. Όλες αυτές οι συμπεριφορές είναι αποτέλεσμα του ότι το πρώτο παιδί νιώθει «παραγκωνισμένο» και αισθάνεται να αποσύρεται η αγάπη των γονέων του προς τον αδελφό/ή του.

Προφανώς και όλα αυτά τα συναισθήματα είναι δικαιολογημένα, από τη στιγμή που το παιδί είχε έως τώρα την αποκλειστικότητα της φροντίδας και της αγάπης των γονέων του, είναι όμως πιθανό ότι και οι ίδιοι οι γονείς δυσκολεύονται να δείξουν στο πρώτο παιδί την προσοχή που του έδειχναν πριν αφού πρέπει πλέον να φροντίζουν και το νέο παιδί.

Έτσι, επέρχονται σοβαρές συγκρούσεις στην οικογένεια, οι οποίες αρχικά μπορεί να είναι ήπιας μορφής όπως π.χ. το πρώτο παιδί να νιώθει θυμωμένο και να κάνει ζημιές ή να εκδηλώνει «επιθετικότητα» προς το νεογέννητο βρέφος με το να μην το δέχεται, να μην το θέλει και να το δείχνει με κάθε ευκαιρία ή ακόμη και να το λέει. Όμως, οι συγκρούσεις αυτές, εάν δεν επιλυθούν ήδη από την πολύ μικρή παιδική ηλικία, ενδέχεται να υποβόσκουν και να ταλαιπωρούν τις σχέσεις μεταξύ των δύο αδελφών ακόμη και μετά κατά τη διάρκεια της ζωής τους, π.χ. να έχουν έντονες συγκρούσεις και καυγάδες κατά τη σχολική και εφηβική ηλικία, ακόμη και στη συνέχεια ως ενήλικες.

Επιπλέον, υπάρχει και η περίπτωση όπου το δεύτερο παιδί αντιπαλεύεται και εχθρεύεται το πρώτο, όταν αισθάνεται ότι μειονεκτεί απέναντί του για διάφορους λόγους που έχουν να κάνουν κυρίως με τη σύγκριση που κάνουν οι γονείς μεταξύ πρώτου και δεύτερου παιδιού, π.χ. να απαιτούν από το δεύτερο παιδί να φτάσει στο επίπεδο του πρώτου ή να κάνουν διαρκώς συγκρίσεις μεταξύ των δύο παιδιών σε διάφορους τομείς. Ένα άλλο θέμα, που προκύπτει από τη στάση των γονέων, είναι η ευθύνη που αποδίδουν στο πρώτο παιδί ως προς την προστασία του δεύτερου: κάποιοι γονείς άθελά τους βάζουν το μεγαλύτερο παιδί στη διαδικασία να προσέχει το μικρότερο, είτε όταν είναι απόντες από το σπίτι είτε στο σχολείο, δίνοντάς του έτσι έναν ρόλο που ίσως το φοβίζει και το αγχώνει.

Γενικά, υπάρχουν πολλοί λόγοι που τα παιδιά αναπτύσσουν συναισθήματα θυμού, απογοήτευσης, αποτυχίας, ζήλειας, ανταγωνισμού σε σχέση με τα αδέλφια τους και οι γονείς θα πρέπει να είναι εξαιρετικά προσεκτικοί στον τρόπο που αντιμετωπίζουν τα δύο παιδιά τους.

Οπωσδήποτε, οι κανόνες που υπάρχουν στο σπίτι επιβάλλεται να αφορούν όλα τα παιδιά εξίσου (και τους ενηλίκους, όσο το δυνατόν, αφού δεν μπορούμε π.χ. να ζητάμε από το παιδί να κάνει ησυχία την ώρα που εμείς φωνάζουμε ή έχουμε δυνατά τη μουσική ή την τηλεόραση). Παρόλες τις δυσκολίες που συναντούν οι γονείς στην ανατροφή δύο παιδιών διαφορετικής ηλικίας, υπάρχουν κάποιες χρήσιμες συμβουλές που μπορούν να τους βοηθήσουν:

  • Οι γονείς πρέπει να εξηγήσουν στο πρώτο παιδί τι ακριβώς σημαίνει ότι θα έχει αδελφάκι και ότι έρχεται ένα νέο μέλος στην οικογένεια και να του μεταδώσουν τα δικά τους συναισθήματα χαράς και ενθουσιασμού για τον ερχομό του νέου παιδιού, πολύ πριν γεννηθεί το δεύτερο παιδί δηλ. κατά τους πρώτους μήνες της εγκυμοσύνης της μητέρας. Παρομοίως, θα πρέπει να του εξηγήσουν και τα όποια αρνητικά συναισθήματά τους που ίσως συνοδεύουν αυτό το γεγονός, για να μην θεωρήσει το πρώτο παιδί ότι η έλευση του δεύτερου κάνει τους γονείς του αγχώδεις ή νευρικούς, δηλ. σε κάθε περίπτωση επιβάλλεται οι γονείς να μιλήσουν για τα συναισθήματά τους στο πρώτο παιδί, με τρόπο βέβαια απλό και κατανοητό, κατάλληλο για την ηλικία του παιδιού.
  • Οι γονείς πρέπει να εκφράζουν συναισθήματα αγάπης και θαυμασμού για το πρώτο παιδί, ακόμη περισσότερο μετά τη γέννηση του δεύτερου, να του ενισχύουν την αυτοπεποίθηση και την αίσθηση ότι είναι σημαντικό και μπορεί να τα καταφέρει, αλλά και να του εξηγούν ότι η γέννηση του δεύτερου παιδιού δεν θα αποσύρει την αγάπη και την προσοχή τους για το ίδιο.
  • Οι γονείς πρέπει να προσπαθήσουν να αντιμετωπίζουν τα δύο παιδιά ως δύο εντελώς διαφορετικά, ιδιαίτερα και μοναδικά πλάσματα, τα οποία κατέχουν εξίσου σημαντική θέση στην καρδιά τους η οποία δεν επηρεάζεται από ενδεχόμενες αποτυχίες ή λάθη των παιδιών και είναι ανεξάρτητη από τις συμπεριφορές των παιδιών: δηλ. είτε εγκρίνουν είτε όχι μία συγκεκριμένη μορφή συμπεριφοράς του παιδιού τους, δεν θα πρέπει αυτό να καθορίζει την αγάπη και τη φροντίδα τους προς τα παιδιά τους. Γι’ αυτό και είναι σημαντικό να μην χαρακτηρίζουν το σύνολο της προσωπικότητας των παιδιών τους αλλά μία συγκεκριμένη ενέργεια κάθε φορά – και αυτό είναι κάτι που ισχύει ανεξάρτητα από τον αριθμό των παιδιών σε μία οικογένεια.
  • Παρόμοια, κάθε σύγκριση μεταξύ των δύο παιδιών, αλλά και κάθε μορφή συμπεριφοράς που μπορεί να υποδεικνύει προτίμηση στο ένα παιδί εις βάρος του άλλου, θα πρέπει να αποφεύγεται. Αντί αυτού, οι γονείς μπορούν να προσπαθήσουν να επαινέσουν και τα δύο παιδιά και όχι μόνο το ένα, όταν το ένα έχει επιτύχει κάτι (π.χ. όταν το πρώτο παιδί πει καλά το ποίημα που του ανατέθηκε στη σχολική γιορτή, να του δώσουν συγχαρητήρια και ταυτόχρονα να επαινέσουν και το δεύτερο γιατί π.χ. ήταν ήσυχο κατά τη σχολική γιορτή) ή αντιστρόφως, σε μία περίπτωση όπου το ένα παιδί ήταν «άτακτο» και έκανε κάτι που δεν έπρεπε, μπορούν να τονίσουν και στο άλλο ότι και το ίδιο έκανε το τάδε ή το δείνα που δεν έπρεπε στην άλλη περίπτωση, δείχνοντας έτσι ότι τα παιδιά τους είναι ισότιμα απέναντί τους.
  • Επιπλέον, οι γονείς θα πρέπει να είναι προσεκτικοί στις συγκρίσεις που κάνουν μεταξύ των δύο παιδιών, αν δεν γίνεται να τις αποφεύγουν εντελώς: είναι λογικό ότι ένα παιδί που μονίμως συγκρίνεται από τους γονείς με τον μεγαλύτερο ή τον μικρότερο αδελφό/ή του θα αναπτύξει αντίστοιχα συναισθήματα στοργής ή επιθετικότητας προς τον αδελφό/ή του, όπως και ανταγωνιστική συμπεριφορά.
  • Ακόμη, κατά τους καυγάδες – συγκρούσεις των παιδιών τους, κάτι που είναι αναπόφευκτο να συμβαίνει όσο καλή σχέση και να έχουν τα παιδιά, οι γονείς θα πρέπει να μένουν όσο το δυνατόν αμέτοχοι, να κρατούν κάποια απόσταση και να βοηθούν τα παιδιά τους να επιλύσουν μόνα τους τη σύγκρουση. Προφανώς και θα παρέμβουν εάν αντιληφθούν ότι ένα παιδί μπορεί να χτυπήσει όταν τσακώνεται με τον αδελφό/ή, αλλά σίγουρα μπορούν να δοκιμάσουν να βάλουν τα παιδιά σε διάλογο πριν φτάσουν να χτυπά το ένα το άλλο: αν δείξουν στα παιδιά τους ότι τα αντιμετωπίζουν ως «ενήλικες» και τα τοποθετούν σε θέση «όπως οι  μεγάλοι που δεν χτυπιούνται αλλά μιλάνε» είναι πιθανό ότι τα παιδιά θα έχουν πιο ήπιες αντιδράσεις.
  • Επιπλέον, οι γονείς δεν θα πρέπει να απαιτούν από το ένα παιδί να «προδίδει» το άλλο, δηλ. δεν θα πρέπει να επιβάλλουν στο ένα παιδί να «μαρτυρήσει» τον αδελφό/ή για κάτι επιλήψιμο που έκανε γιατί έτσι το μόνο που καταφέρνουν είναι να βάλουν τα παιδιά τους σε μία αντιπαλότητα για το ποιος θα «το πει στους γονείς» και να ενισχύσουν τη σχέση αντιπαλότητας και ανταγωνισμού. Αντιθέτως, πιο θετικό θα αποβεί να ενθαρρύνουν τα παιδιά να έχουν καλή σχέση μεταξύ τους, να μιλούν και να επικοινωνούν αλλά και να έχουν και τα «δικά τους μυστικά» (σε λογικά βέβαια πλαίσια και σε ό,τι μπορούν να έχουν μερικό έλεγχο και οι γονείς, αλλά με διακριτικό τρόπο), ενισχύοντας έτσι τον δεσμό ανάμεσά τους.
  • Τέλος, τονίζεται ότι επειδή οι περισσότερες συμπεριφορές εκ μέρους των γονέων γίνονται χωρίς να έχουν σκοπό να στεναχωρήσουν κανένα από τα παιδιά τους, θα πρέπει να έχουν υπ’όψιν τους ότι τις περισσότερες φορές το παιδί αντιλαμβάνεται πολύ περισσότερα από όσα νομίζουμε και συνεπώς θα πρέπει να είμαστε πάρα πολύ προσεκτικοί στη συμπεριφορά μας απέναντί του: ακόμα και όταν οι γονείς πράγματι αισθάνονται προτίμηση για το ένα παιδί για δικούς τους λόγους (π.χ. προσπάθησαν περισσότερο για να το συλλάβουν, ή είναι το φύλο που επιθυμούσαν περισσότερο) δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση αυτή η προτίμηση να επηρεάσει τη στάση τους απέναντι τόσο στο ένα παιδί όσο και στο άλλο.

Σε κάθε περίπτωση, τα παιδιά που μεγαλώνουν με αδελφό/ή έχουν πάντοτε το πλεονέκτημα ότι δεν είναι μόνα τους στην οικογένεια, είτε στη μικρή ηλικία είτε στην ενήλικη ζωή, και είναι γεγονός ότι μεταξύ αδελφών αναπτύσσονται πολύ στενοί δεσμοί. Όμως, υπάρχει περίπτωση αυτές οι σχέσεις να διαταράσσονται, κυρίως λόγω της συμπεριφοράς των γονέων, και τα παιδιά να χάσουν έτσι την ευκαιρία να σχετιστούν στενά με τον αδελφό/ή και αντί για μία σταθερή συναισθηματική σχέση μαζί του, να αναπτύξει συναισθήματα που μεταλλάσσονται ή που είναι κυρίως αρνητικά.

Όλα τα παραπάνω θέματα είναι εξαιρετικά σημαντικά γιατί εξασφαλίζουν τόσο το ότι το κάθε παιδί θα αναπτυχθεί ανεξάρτητα από το άλλο και θα στηριχθεί στα πόδια του, όσο και το ότι τα αδέλφια μεταξύ τους θα έχουν πάντα μία στήριξη και κάποιον πολύ δικό τους άνθρωπο να απευθυνθούν και στη ενήλικη ζωή. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που αδέλφια δεν έχουν καμία επικοινωνία κατά την ενήλικη ζωή τους και ο μόνος τρόπος για να προληφθεί μία τόσο δυσάρεστη οικογενειακή κατάσταση, είναι τα αδέλφια να έχουν αναπτύξει μία στενή και θετική συναισθηματικά σχέση ήδη από την παιδική τους ηλικία.

Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την Ψυχολόγο – Σύμβουλο – Ψυχοθεραπεύτρια κ. Μαρία Κωνσταντοπούλου θα βρείτε εδώ